- εφημεριδοφάγος
- οαυτός που διαβάζει πολλές εφημερίδες ή που διαβάζει άπληστα ώς την τελευταία γραμμή την εφημερίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < εφημερίς, -ίδος + -φαγος (< θ. φαγ- τού αορ. έφαγον τού εσθίω). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.